- ἔφυγροι
- ἔφυγροςmoist on the surfacemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έφυγρος — η, ο (Α ἔφυγρος, ον) υγρός στην επιφάνεια, νοτισμένος («ἔφυγροι ὀμφαλοί», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑγρός] … Dictionary of Greek